Νευρολογία - Ψυχιατρική, Υγεία

Γυναικείος οργασμός

Ο

οργασμός

αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα σημαντικότατο κομμάτι της γυναικείας σεξουαλικότητας. Ο γυναικείος οργασμός θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα πολύπλοκο σύστημα πολυπαραγοντικών δεδομένων, που οι μύθοι και οι αντιλήψεις γύρω από αυτόν τον μπερδεύουν ακόμη περισσότερο. Η σημασία του αναγκάζει τη γυναίκα να επιδίδεται με άγχος στην αναζήτησή του, αλλά και πολλές φορές να παγιδεύεται μοιραία, όταν πιστεύει ότι όλη της η σεξουαλική συμπεριφορά εξαντλείται με τον οργασμό.

Η σεξουαλική πράξη έχει τέσσερα στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι της επιθυμίας, όπου αφυπνίζονται οι ψυχικές και σωματικές αισθήσεις. Επόμενη είναι η φάση της διέγερσης, όπου γίνεται η σωματική προετοιμασία και κυρίως η εφύγρανση του κόλπου. Ακολουθεί η φάση του οργασμού, όπου έρχεται η οργασμική κορύφωση, και η φάση της χαλάρωσης (ηρεμίας), που η γυναίκα επιστρέφει ψυχικά όσο και σωματικά στην εικόνα πριν τη σεξουαλική επαφή.

Στη φάση της επιθυμίας, η γυναίκα με την εγκεφαλική της ενεργοποίηση αφυπνίζει τους μηχανισμούς του σώματος και των γεννητικών της οργάνων, ανταποκρινόμενη στα ερεθίσματα που αυξάνονται στη φάση της σεξουαλικής διέγερσης προετοιμάζοντας τον κόλπο της με αντίστοιχη λίπανση και εφύγρανση να φτάσει στη σεξουαλική πράξη. Ο οργασμός, αρχίζει από το οργασμικό οροπέδιο (πλατό), που είναι η συνέχεια της σεξουαλικής διέγερσης της γυναίκας, προκειμένου να ολοκληρωθεί η κολπική εφύγρανση, η τάση διόγκωσης των έξω γεννητικών οργάνων και κυρίως του αιδοίου. Παρουσιάζεται διαστολή και φούσκωμα του κόλπου στα δύο εσωτερικά τριτημόρια, ενώ το εξωτερικό τριτημόριο παραμένει ελαστικό. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, τόσο ο μυϊκός τόνος αυξάνεται, τα εσωτερικά δύο τριτημόρια του κόλπου παρουσιάζουν μεγαλύτερη διαστολή και ο κόλπος αλλάζει χρωματισμό. Εν συνεχεία, δημιουργούνται οι συγκινησιακές αντιδράσεις και η γυναίκα βιώνει την πλήρη οργασμική έξαρση. Τότε αυξάνεται η καρδιακή συχνότητα στο διπλάσιο, τα μικρά και μεγάλα χείλη του αιδοίου διογκώνονται πλήρως, ο μυϊκός τόνος του περινέου και του πρωκτού αυξάνεται και το χρώμα του κόλπου μεταβάλλεται σε έντονο ερυθρό ή κυανέρυθρο.

Μετά τον οργασμό ακολουθεί η αποκατάσταση, όπου ο οργανισμός σταδιακά επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση. Η αποκατάσταση γίνεται γρηγορότερα στον άνδρα από τη γυναίκα και είναι πιθανό να εξακολουθεί το αίσθημα ευχαρίστησης για τη γυναίκα και στη φάση αυτή.

Χωρίς αμφιβολία, η οργασμική κορύφωση αποτελεί για τη γυναίκα το επισφράγισμα της ηδονής. Ωστόσο, ο οργασμός δεν καθορίζει απόλυτα και την καλή σεξουαλική της ζωή. Η απόλαυση της ερωτικής επαφής, η ψυχική και συναισθηματική συμμετοχή με τον ερωτικό της σύντροφο, αποτελούν σημαντικά στοιχεία στην ποιότητα της σεξουαλικής της έκφρασης. Για να τεθεί διαφορετικά, αν μια γυναίκα δεν φτάσει στον οργασμό δεν σημαίνει ότι δεν απόλαυσε τη σεξουαλική επαφή. Είναι σημαντικό και για τον άνδρα και τη γυναίκα να γνωρίζουν, ότι μια γυναίκα που δεν φτάνει σε οργασμό σε κάθε σεξουαλική επαφή, δεν είναι απαραίτητα ψυχρή ή δυσλειτουργική.

Οι διαταραχές του οργασμού προέρχονται από την αδυναμία της γυναίκας να βιώσει ολοκληρωτικά την ψυχοσωματική συμμετοχή και την αντίστοιχη ψυχική ηδονιστική έκφραση κατά τη διάρκεια του σεξ αλλά και εκτός αυτού, όταν η ίδια δηλώνει αδυναμία κορύφωσης και στην επίμονη προσπάθεια ερεθισμού της

κλειτορίδας

. Η διαταραχή του οργασμού είναι συσχετισμένη με την κλειτοριδική ή κολπική αίσθηση κορύφωσης, που σε κάποιες γυναίκες χαρακτηρίζονται από μεγάλες διαφορές. Ένας μεγάλος αριθμός γυναικών μπορεί να φτάσε σε οργασμό εκτός σεξουαλικής πράξης με ερεθισμό της κλειτορίδας, αλλά αδυνατεί κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, αν δεν υπάρχει κλειτοριδικός ερεθισμός με το χέρι τους ή με το χέρι του συντρόφου τους. Η γυναίκα παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις σε όλη τη φάση της σεξουαλικής διέγερσης ως την οργασμική κορύφωση. Επίσης, όσο μεγαλώνει βιώνει καλύτερες οργασμικές κορυφώσεις και με την αποκτώμενη σεξουαλική εμπειρία, έχει καλύτερες σεξουαλικές διεγέρσεις.

Η διαταραχή του οργασμού μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δηλαδή η

γυναίκα

μην μπορεί να φτάσει ούτε σε κλειτοριδικό ούτε σε κολπικό οργασμό, είτε δευτεροπαθής, οπότε η γυναίκα για κάποια περίοδο χάνει την οργασμική της ικανότητα. Η διάγνωση της διαταραχής του οργασμού εναποτίθεται στην κρίση του κλινικού γιατρού που θα συνεκτιμήσει την οργασμική αυτή δυσλειτουργία σε σχέση με τη σεξουαλική εμπειρία, την ηλικία, και τη σημαντική συμμετοχή του σεξουαλικού ερεθισμού. Εν συντομία, η ιατρική κοινότητα ορίζει τη διαταραχή οργασμού ως την επαναλαμβανόμενη αδυναμία της γυναίκας να έρθει σε οργασμό μετά από μια επαρκή φάση διέγερσης.

Οι διαταραχές του οργασμού αποτελούν κάποιες από τις πιο συχνές σεξουαλικές δυσλειτουργίες των γυναικών. Τα επιστημονικά ευρήματα σχετικά με την ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση των σεξουαλικών προβλημάτων των γυναικών είναι ενθαρρυντικά, αφού οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες είναι πλέον αντιμετωπίσιμες μέσω εξειδικευμένων θεραπευτικών παρεμβάσεων.

Οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες στη γυναίκα (σεξουαλική αποστροφή, μειωμένη επιθυμία, διαταραχές πόνου και διαταραχή οργασμού) αντιμετωπίζονται με ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της σεξουαλικής λειτουργίας του ατόμου και του ζευγαριού. Μεγάλη σημασία αποδίδεται στην επικοινωνία του ζευγαριού που θεωρείται καθοριστικός παράγοντας. Οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες στη γυναίκα ίσως αντανακλούν προβληματική επικοινωνία του ζευγαριού, αλλά και τα μη καταπιεσμένα συναισθήματα των συντρόφων μεταξύ τους (συνήθως της γυναίκας προς τον άνδρα) με αποτέλεσμα πολλές φορές να αναζητά μόνη τη λύση του προβλήματος που ίσως αφορά και στους δυο.