
Ρήξη Τένοντα Ώμου: Συμπτώματα, Τύποι, Διάγνωση και Αντιμετώπιση
Η ρήξη τένοντα ώμου – συχνά αναφερόμενη και ως ρήξη στροφικού πετάλου – αποτελεί μία από τις πιο συχνές αιτίες πόνου στον ώμο σε ενήλικες. Πρόκειται ουσιαστικά για το σχίσιμο (μερικό ή ολικό) ενός από τους τένοντες που συγκρατούν την άρθρωση του ώμου. Το άρθρο αυτό, γραμμένο από ιατρική σκοπιά αλλά με απλή γλώσσα, εξηγεί τι είναι η ρήξη τένοντα ώμου, ποιοι κινδυνεύουν, ποιοι τύποι ρήξεων υπάρχουν, ποια συμπτώματα προκαλούν, πώς γίνεται η διάγνωση, ποιες είναι οι επιλογές θεραπείας (συντηρητικής και χειρουργικής) και πώς μπορούμε να προλάβουμε τον τραυματισμό και να αποκαταστήσουμε πλήρως τη λειτουργία του ώμου.
Τι είναι η ρήξη τένοντα ώμου
Στον ώμο υπάρχουν τέσσερις κύριοι τένοντες που συνδέουν τους μυς με τα οστά – αποτελούν το λεγόμενο στροφικό πέταλο του ώμου. Η ρήξη τένοντα ώμου ορίζεται ως η μερική ή πλήρης διακοπή της συνέχειας (σχίσιμο) ενός ή περισσότερων από αυτούς τους τένοντες. Με άλλα λόγια, οι ίνες του τένοντα έχουν τραυματιστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να σκιστούν, είτε μερικώς (ένα μέρος του τένοντα) είτε ολικώς (σε όλο το πάχος του τένοντα). Συνήθως όταν μιλάμε για ρήξη τένοντα στον ώμο εννοούμε τη ρήξη των τενόντων του στροφικού πετάλου, με τον υπερακάνθιο τένοντα να είναι αυτός που υφίσταται συχνότερα ρήξη. Οι τένοντες αυτοί είναι υπεύθυνοι για τη σταθερότητα και την κίνηση της άρθρωσης – βοηθούν στην ανύψωση και στροφή του βραχίονα. Όταν ένας από τους τένοντες τραυματιστεί ή φθαρεί, η λειτουργία του ώμου επηρεάζεται, οδηγώντας σε πόνο και περιορισμό κινήσεων.
Ποιους αφορά η ρήξη τένοντα ώμου (παράγοντες κινδύνου)
Η ρήξη των τενόντων του ώμου μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε, όμως ορισμένες ομάδες ανθρώπων διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Ηλικιακά, οι εκφυλιστικές (χρόνιες) ρήξεις εμφανίζονται συχνότερα σε άτομα άνω των 50 ετών, ενώ οι πλήρεις ρήξεις στροφικού πετάλου είναι ιδιαίτερα συχνές μετά τα 60-70 έτη. Μελέτες δείχνουν ότι πάνω από 25% των ανθρώπων γύρω στα 50 έχουν κάποιας μορφής ρήξη τένοντα ώμου, ποσοστό που αυξάνεται σε πάνω από 50% στους 70χρονους. Επίσης, οι ρήξεις αυτές τείνουν να παρουσιάζονται συχνότερα στους άνδρες και μάλιστα στο κυρίαρχο χέρι(στον ώμο του χεριού που χρησιμοποιείται περισσότερο).
Παράγοντες κινδύνου που αυξάνουν την πιθανότητα ρήξης τένοντα ώμου περιλαμβάνουν:
-
Επαναλαμβανόμενες κινήσεις πάνω από το ύψος του ώμου – π.χ. σε αθλήματα όπως το τένις, το βόλεϊ ή σε εργασίες πάνω από το κεφάλι (ελαιοχρωματιστές, ηλεκτρολόγοι). Η χρόνια υπέρχρηση των ώμων οδηγεί σε μικροτραυματισμούς και φθορά των τενόντων με τον χρόνο
-
Βαριά χειρωνακτική εργασία – άρση βαριών αντικειμένων ή απότομες κινήσεις μπορεί να καταπονήσουν τους τένοντες.
-
Προηγούμενη τενοντίτιδα ή σύνδρομο πρόσκρουσης στον ώμο – χρόνια φλεγμονή (π.χ. τενοντίτιδα υπερακανθίου) ή το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής καταπονούν τους τένοντες και μπορεί να οδηγήσουν σε ρήξη με την πάροδο του χρόνου.
-
Ξαφνικός τραυματισμός στον ώμο – πτώση πάνω στον ώμο ή ένα απότομο τράβηγμα/άσκηση δύναμης μπορεί να προκαλέσει οξεία ρήξη (ιδιαίτερα σε νεότερους χωρίς προηγούμενη φθορά).
-
Κάπνισμα και υψηλή χοληστερόλη – πρόσφατες μελέτες έχουν συσχετίσει το κάπνισμα και την υπερχοληστερολαιμία με αυξημένο κίνδυνο εκφυλισμού των τενόντων, γεγονός που καθιστά ευκολότερη τη ρήξη. Ένας πιθανός λόγος είναι ότι επηρεάζουν την αιμάτωση και τη δομή των τενόντων, μειώνοντας την ικανότητα επούλωσης.
-
Οικογενειακό ιστορικό – η προδιάθεση μπορεί να είναι και γενετική, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι άτομα με στενούς συγγενείς που είχαν ρήξη τενόντων ώμου έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν και οι ίδιοι ανάλογο πρόβλημα.
Συνοψίζοντας, η ρήξη τένοντα ώμου αφορά κυρίως μεσήλικες και ηλικιωμένους (ιδίως άνδρες) καθώς και όσους υποβάλλουν τους ώμους τους σε επαναλαμβανόμενη καταπόνηση ή φέρουν προδιάθεση λόγω άλλων παραγόντων. Φυσικά, μπορεί να συμβεί και σε νεότερα άτομα μετά από σοβαρό τραυματισμό (π.χ. αθλητικές κακώσεις υψηλής βίας).
Τύποι ρήξεων τένοντα ώμου (μερική, πλήρης, εκφυλιστική, τραυματική κ.ά.)
Δεν είναι όλες οι ρήξεις ώμου ίδιες. Οι γιατροί ταξινομούν τις ρήξεις των τενόντων ανάλογα με δύο κύρια κριτήρια: (α) το μέγεθος/βάθος της ρήξης και (β) τον μηχανισμό ή αίτιο που την προκάλεσε. Παρακάτω παρουσιάζονται οι βασικοί τύποι ρήξης τένοντα ώμου:
Κατά το μέγεθος της ρήξης (έκταση της βλάβης):
-
Μερική ρήξη (ρήξη μερικού πάχους): Ο τένοντας έχει σχιστεί μόνο εν μέρει – δηλαδή μόνο ένα τμήμα των ινών του έχει υποστεί ρήξη. Οι μερικές ρήξεις μοιάζουν με “φθαρμένο σκοινί” που δεν έχει κοπεί ολοκληρωτικά. Συχνά ο τένοντας παραμένει εν μέρει προσκολλημένος στο οστό. Αυτές οι ρήξεις μπορεί αρχικά να προκαλούν ήπια συμπτώματα ή και καθόλου, ιδίως αν είναι μικρής έκτασης.
-
Πλήρης ρήξη (ρήξη ολικού πάχους): Εδώ ο τένοντας έχει κοπεί σε όλο του το πάχος και συνήθως αποκολλάται από το σημείο πρόσφυσής του στο οστό. Μια πλήρης ρήξη είναι σαν ένα σκοινί που κόπηκε στα δύο – υπάρχει κενό μεταξύ των άκρων του τένοντα. Οι πλήρεις ρήξεις προκαλούν συνήθως αισθητή αδυναμία και πόνο στον ώμο.
-
Μαζική ρήξη: Πρόκειται για εκτεταμένη ρήξη μεγάλου μεγέθους, που συνήθως αφορά δύο ή περισσότερους τένοντες του ώμου ή έναν τένοντα σχισμένο σε πολύ μεγάλο εύρος. Οι μαζικές ρήξεις έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργία του ώμου και η αντιμετώπισή τους μπορεί να είναι πιο δύσκολη.
Κατά την αιτία (μηχανισμός τραυματισμού):
-
Τραυματική ρήξη: Προκαλείται από απότομο, οξύ τραυματισμό υψηλής βίας. Για παράδειγμα, μια πτώση πάνω στον ώμο ή η απότομη άρση ενός πολύ βαριού αντικειμένου μπορεί να προκαλέσει άμεση ρήξη τένοντα. Οι τραυματικές ρήξεις εμφανίζονται συχνά σε σχετικά νεώτερα άτομα ή αθλητές κατά τη στιγμή του ατυχήματος και συνοδεύονται από ξαφνικό έντονο πόνο και αδυναμία στο χέρι.
-
Εκφυλιστική ρήξη (χρόνια): Αυτή η ρήξη αναπτύσσεται σταδιακά με τον χρόνο λόγω φθοράς του τένοντα. Είναι αποτέλεσμα χρόνιων μικροτραυματισμών και εκφύλισης των ινών, συχνά στο πλαίσιο χρόνιας τενοντίτιδας ή συνδρόμου πρόσκρουσης στον ώμο. Οι εκφυλιστικές ρήξεις παρατηρούνται σε μεγαλύτερες ηλικίες και στο κυρίαρχο χέρι, και μπορεί αρχικά να έχουν ήπια συμπτώματα που επιδεινώνονται προοδευτικά.
-
Μικτή ρήξη: Συνδυάζει στοιχεία και από τα δύο παραπάνω. Συνήθως αφορά έναν τένοντα που ήδη είχε εκφυλιστικές βλάβες (φθαρμένος τένοντας με μικρή χρόνιο ρήξη), και στη συνέχεια ένας τραυματισμός (π.χ. ένα πέσιμο) μεγαλώνει απότομα τη ρήξη. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ασθενής μπορεί πριν τον τραυματισμό να είχε ελάχιστα συμπτώματα, αλλά μετά το συμβάν η ρήξη γίνεται μεγαλύτερη και τα συμπτώματα επιδεινώνονται.
Οι γιατροί αξιολογούν τόσο το είδος όσο και το μέγεθος της ρήξης, καθώς αυτά τα στοιχεία θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση. Για παράδειγμα, μια μικρή μερική εκφυλιστική ρήξη μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά, ενώ μια οξεία πλήρης ρήξη μεγάλου εύρους σε έναν νέο ασθενή πιθανώς χρειάζεται άμεση χειρουργική αποκατάσταση.
Κύρια συμπτώματα της ρήξης τένοντα ώμου
Τα συμπτώματα μιας ρήξης τένοντα ώμου μπορούν να ποικίλλουν ευρέως, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τον τύπο της ρήξης. Μια μικρή μερική ρήξη μπορεί να είναι ακόμη και ασυμπτωματική ή να προκαλεί ήπιο πόνο για λίγο διάστημα, ενώ μια εκτεταμένη ή πλήρης ρήξη συνήθως οδηγεί σε έντονο πόνο, σημαντική αδυναμία και λειτουργικό περιορισμό. Γενικά, τα κύρια συμπτώματα που μπορεί να υποψιάσουν έναν ασθενή ή έναν γιατρό ότι υπάρχει ρήξη τένοντα στον ώμο είναι τα εξής:
-
Πόνος στον ώμο – συνήθως εντοπίζεται στην πρόσθια ή έξω πλευρά του ώμου και μπορεί να ακτινοβολεί προς την ωμοπλάτη ή τον άνω βραχίονα Ο πόνος επιδεινώνεται όταν σηκώνουμε το χέρι πάνω από το ύψος του ώμου ή σε κινήσεις όπως το να φορέσουμε μπλούζα/σακάκι. Είναι επίσης συχνός ο νυχτερινός πόνος, που μπορεί να ξυπνά τον ασθενή, ειδικά αν κοιμάται πάνω στον πάσχοντα ώμο.
-
Μυϊκή αδυναμία και απώλεια λειτουργικότητας – ο πάσχων ώμος παρουσιάζει μειωμένη δύναμη. Ο ασθενής δυσκολεύεται να σηκώσει το χέρι ψηλά (π.χ. να πιάσει ένα αντικείμενο σε ψηλό ράφι) ή να εκτελέσει κινήσεις που απαιτούν στροφή του βραχίονα (π.χ. να βάλει το χέρι πίσω από την πλάτη). Σε πλήρεις ρήξεις, μπορεί να υπάρχει αδυναμία ακόμα και να κρατήσει το χέρι σε ανυψωμένη θέση λόγω της διακοπής του τένοντα.
-
Περιορισμένο εύρος κίνησης – η έκταση των κινήσεων του ώμου μειώνεται. Ο ασθενής μπορεί να μην καταφέρνει να σηκώσει πλήρως το χέρι πάνω από το κεφάλι ή να το περιστρέψει τελείως προς τα έξω/μέσα. Αυτό οφείλεται τόσο στον πόνο όσο και σε μηχανικό περιορισμό (ιδιαίτερα αν η ρήξη είναι μεγάλη).
-
Ήχος ή αίσθημα “κλικ”/τριβής – σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά την κίνηση του ώμου μπορεί να υπάρχει ένα αίσθημα κριγμού, τριβής ή “κλικ”. Αυτό μπορεί να συμβεί λόγω ανισορροπίας στην άρθρωση (η κεφαλή του βραχιονίου δεν συγκρατείται πλέον καλά στο κέντρο λόγω της ρήξης) ή λόγω ταυτόχρονης παρουσίας οστεοφύτων/υπερόστωσης.
-
Οξύ επεισόδιο πόνου κατά τον τραυματισμό – αν η ρήξη προήλθε από ξαφνικό τραύμα, ο ασθενής συνήθως αναφέρει ένα απότομο, δυνατό πόνο τη στιγμή του συμβάντος, συχνά σαν “τράβηγμα” ή “σχίσιμο”. Μετά τον τραυματισμό μπορεί να υπάρξει άμεση αδυναμία στο χέρι (π.χ. να πέσει το χέρι κάτω χωρίς δύναμη) και δυσκολία σε κάθε κίνηση.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι μικρές μερικές ρήξεις μπορεί να έχουν ηπιότερα συμπτώματα ή να εκληφθούν λανθασμένα ως απλή τενοντίτιδα του ώμου. Αντίθετα, οι μεγάλες ή πλήρεις ρήξεις προκαλούν συνήθως συνεχή πόνο, ο οποίος δεν υποχωρεί εύκολα, και σημαντική αδυναμία που οδηγεί τον ασθενή στον γιατρό. Σε χρόνιες περιπτώσεις, ο οργανισμός μπορεί να έχει προσαρμοστεί εν μέρει στη βλάβη και ο πόνος να είναι ανεκτός, αλλά η λειτουργική ανεπάρκεια (π.χ. αδυναμία εκτέλεσης συγκεκριμένων κινήσεων) παραμένει. Η αξιολόγηση από ορθοπαιδικό είναι κρίσιμη για να διαχωριστεί εάν τα συμπτώματα προέρχονται από ρήξη τένοντα ή από άλλες παθήσεις του ώμου (π.χ. απλή τενοντίτιδα, ασβεστοποιό τενοντίτιδα, αρθρίτιδα).
Μέθοδοι διάγνωσης (φυσική εξέταση, ακτινογραφία, υπέρηχος, μαγνητική)
Η διάγνωση μιας ρήξης τένοντα ώμου βασίζεται τόσο στην κλινική εξέταση όσο και στις απεικονιστικές εξετάσεις. Αρχικά, ο ορθοπαιδικός θα λάβει ένα πλήρες ιατρικό ιστορικό και θα πραγματοποιήσει μια προσεκτική φυσική εξέταση. Κατά την εξέταση θα ελέγξει το εύρος κίνησης του ώμου, τη μυϊκή δύναμη (ιδιαίτερα των στροφέων μυών) και θα εκτελέσει ειδικές δοκιμασίες πρόκλησης πόνου (όπως π.χ. το τεστ πτώσης του βραχίονα ή το τεστ του υπερακανθίου), οι οποίες μπορούν να υποδείξουν ρήξη στο στροφικό πέταλο. Η λήψη του ιστορικού και η λεπτομερής κλινική εξέταση αποτελούν βασικούς πυλώνες στη διαγνωστική διαδικασία.
Για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, χρησιμοποιούνται απεικονιστικές μέθοδοι:
-
Ακτινογραφία ώμου: Αν και οι απλές ακτινογραφίες δεν μπορούν να απεικονίσουν τους μαλακούς ιστούς (όπως οι τένοντες) άμεσα, εντούτοις είναι χρήσιμες για να αποκλειστούν άλλες παθήσεις ή συνυπάρχουσες βλάβες. Στην ακτινογραφία μπορεί να φανεί ένα οστικό κάταγμα ή εξάρθρημα (σε τραυματική κάκωση), καθώς και έμμεσα σημάδια χρόνιας ρήξης – για παράδειγμα, σε χρόνιες μεγάλες ρήξεις ο βραχιόνιος μπορεί να εμφανίζεται ελαφρώς μετατοπισμένος προς τα πάνω λόγω της έλλειψης στήριξης από τους τένοντες. Επίσης, μπορεί να ανιχνευθούν οστεόφυτα ή στενός υπακρωμιακός χώρος, ενδείξεις συνδρόμου πρόσκρουσης που σχετίζεται με ρήξεις.
-
Υπερηχογράφημα (US): Το υπερηχογράφημα είναι μια ανώδυνη, μη επεμβατική εξέταση που μπορεί να πραγματοποιηθεί σχετικά εύκολα. Ένας έμπειρος ακτινολόγος ή ορθοπαιδικός με μηχάνημα υπερήχων μπορεί να δει άμεσα τον τένοντα και να εντοπίσει μια ρήξη, ακόμη και να εκτιμήσει το μέγεθός της. Πλεονέκτημα του υπερήχου είναι ότι επιτρέπει τη δυναμική εξέταση – δηλαδή ο γιατρός μπορεί να δει τον τένοντα σε κίνηση, π.χ. καθώς ο ασθενής σηκώνει το χέρι, και να διαπιστώσει αν υπάρχει “κενό” στη συνέχεια του τένοντα. Ωστόσο, το αποτέλεσμα εξαρτάται από την εμπειρία του εξεταστή και την ποιότητα του μηχανήματος.
-
Μαγνητική Τομογραφία (MRI): Αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τη διάγνωση της ρήξης των τενόντων. Η MRI δίνει λεπτομερείς εικόνες όλων των μαλακών μορίων του ώμου, επιτρέποντας όχι μόνο την ανίχνευση μιας ρήξης, αλλά και τον ακριβή καθορισμό του μεγέθους της, του βαθμού οπισθιοχώρησης του τένοντα (δηλ. πόσο έχει απομακρυνθεί από το σημείο πρόσφυσης) και της κατάστασης των μυών (π.χ. αν υπάρχει λιπώδης εκφύλιση από αχρησία). Η μαγνητική μπορεί επίσης να αναδείξει συνυπάρχουσες βλάβες (π.χ. ρήξη άλλου τένοντα, υγρό, φλεγμονή, βλάβες χόνδρου). Για την οριστική επιβεβαίωση της ρήξης απαιτείται συνήθως μια MRI ώμου, ειδικά αν σχεδιάζεται χειρουργική αντιμετώπιση, ώστε ο χειρουργός να γνωρίζει τί θα αντιμετωπίσει.
Σε κάποιες περιπτώσεις, εάν δεν είναι εφικτή η MRI (π.χ. αντένδειξη σε ασθενή με βηματοδότη) μπορεί να γίνει αξονική αρθρογραφία (CT με σκιαγραφικό) ή διαγνωστική αρθροσκόπηση του ώμου, όμως αυτές αποτελούν ειδικές περιπτώσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο συνδυασμός κλινικής εξέτασης και MRI επιβεβαιώνει τη διάγνωση της ρήξης τένοντα ώμου με υψηλή ακρίβεια.
Επιλογές θεραπείας: συντηρητική vs. χειρουργική αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση μιας ρήξης τένοντα ώμου μπορεί να γίνει είτε συντηρητικά (δηλαδή χωρίς χειρουργείο) είτε με χειρουργική αποκατάσταση του τένοντα. Η επιλογή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: το είδος και το μέγεθος της ρήξης, τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, την ηλικία και τις απαιτήσεις του ασθενούς, καθώς και πόσο χρόνο έχει περάσει από τον τραυματισμό. Γενικά, οι μικρές μερικές ή εκφυλιστικές ρήξεις σε μεγαλύτερους ή λιγότερο δραστήριους ασθενείς αντιμετωπίζονται αρχικά συντηρητικά, ενώ οι οξείες πλήρεις ρήξεις σε νέους ή ενεργούς ασθενείς συχνά απαιτούν χειρουργική συρραφή. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος είναι να ανακουφιστεί ο πόνος, να αποκατασταθεί – όσο το δυνατόν – η δύναμη και το εύρος κίνησης του ώμου και να προληφθούν περαιτέρω βλάβες (όπως αρθρίτιδα του ώμου λόγω χρόνιας αστάθειας).
Συντηρητική θεραπεία (μη χειρουργική αντιμετώπιση)
Η συντηρητική αγωγή στοχεύει στην ύφεση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της λειτουργίας του ώμου χωρίς να γίνει άμεση συρραφή του σκισμένου τένοντα. Περίπου οι μισοί ασθενείς με ρήξη στροφικού πετάλου που ακολουθούν συντηρητική θεραπεία μπορούν να επιτύχουν ικανοποιητική ανακούφιση από τον πόνο και βελτίωση της κινητικότητας. Ωστόσο, συχνά η μυϊκή δύναμη δεν επανέρχεται πλήρως αν ο τένοντας παραμένει πλήρως κομμένος – για πλήρη αποκατάσταση της δύναμης μπορεί να απαιτηθεί χειρουργική επανένωση των ινών. Επιπλέον, εάν μια σοβαρή ρήξη αφεθεί χωρίς χειρουργική αποκατάσταση για πολύ μεγάλο διάστημα, το μέγεθός της μπορεί να αυξηθεί και να προκληθεί ατροφία των μυών και εκφύλιση των τενόντων, κάνοντας αργότερα την επέμβαση πιο δύσκολη ή και αδύνατη. Για αυτό, η πορεία του ασθενούς παρακολουθείται στενά και αν δεν υπάρξει βελτίωση εντός μερικών μηνών, επανεκτιμάται η ανάγκη χειρουργείου.
Μέσα συντηρητικής αντιμετώπισης της ρήξης τένοντα ώμου:
-
Ξεκούραση και τροποποίηση δραστηριοτήτων – Αρχικά συστήνεται ανάπαυση του ώμου, ειδικά αποφυγή κινήσεων πάνω από το κεφάλι ή βαριών ανυψώσεων που επιδεινώνουν τον πόνο. Μπορεί να χρειαστεί χρήση ανάρτησης (φάκελος) για λίγες ημέρες σε οξεία φάση, ώστε να ξεκουραστεί ο τένοντας.
-
Παγοθεραπεία – Εφαρμογή πάγου στην περιοχή του ώμου για 15-20 λεπτά, αρκετές φορές τη μέρα, τις πρώτες ημέρες μετά τον τραυματισμό ή σε περιόδους έξαρσης του πόνου. Το κρύο μειώνει τον πόνο και τη φλεγμονή τοπικά.
-
Φαρμακευτική αγωγή – Χρήση αναλγητικών και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ) για μείωση του πόνου και του οιδήματος. Σε χρόνιες καταστάσεις μπορεί να βοηθήσουν και συμπληρώματα διατροφής για τους τένοντες, αν και τα στοιχεία είναι περιορισμένα.
-
Ενέσεις κορτικοστεροειδών – Σε επίμονο πόνο, ο γιατρός μπορεί να προτείνει έγχυση κορτιζόνης στον χώρο κάτω από το ακρώμιο (υπακρωμιακός χώρος) ή στην περιοχή του τένοντα. Η κορτιζόνη μειώνει τη φλεγμονή και προσφέρει προσωρινή ανακούφιση από τον πόνο, βοηθώντας τον ασθενή να συμμετάσχει καλύτερα στο πρόγραμμα φυσικοθεραπείας. Δεν πρέπει όμως να γίνονται επανειλημμένες ενέσεις διότι η υπερβολική χρήση κορτικοστεροειδών μπορεί να εξασθενήσει επιπλέον τον τένοντα.
-
Φυσικοθεραπεία και ασκήσεις ενδυνάμωσης – Αποτελούν θεμέλιο της συντηρητικής αντιμετώπισης. Ένας εξειδικευμένος φυσικοθεραπευτής θα δώσει πρόγραμμα ασκήσεων εύρους κίνησης (για να μη “σκληρύνει” ο ώμος) και ενδυνάμωσης των μυών της ωμικής ζώνης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενδυνάμωση του υπολοίπου στροφικού πετάλου και των μυών της ωμοπλάτης, ώστε να αντισταθμιστεί εν μέρει η λειτουργία του σκισμένου τένοντα. Με συνεπές πρόγραμμα φυσικοθεραπείας αρκετών εβδομάδων, πολλοί ασθενείς βλέπουν σημαντική βελτίωση στον πόνο και στη λειτουργία.
-
Βιολογικές θεραπείες (PRP) – Νεότερες μέθοδοι, όπως οι ενέσεις αυτόλογων αυξητικών παραγόντων από αιμοπετάλια, γνωστές ως PRP (Platelet-Rich Plasma), χρησιμοποιούνται πλέον σε μερικές περιπτώσεις με στόχο την επιτάχυνση της επούλωσης του τένοντα. Στην έγχυση PRP λαμβάνεται μικρή ποσότητα αίματος του ασθενούς, φυγοκεντρείται ώστε να συμπυκνωθούν τα αιμοπετάλια και οι αυξητικοί παράγοντες, και το συμπύκνωμα αυτό εγχέεται στον τένοντα. Η θεραπεία με PRP θεωρείται πολλά υποσχόμενη και επαναστατική μέθοδος για την αντιμετώπιση τραυματικών ή εκφυλιστικών βλαβών των τενόντων, καθώς στοχεύει να διεγείρει την φυσική διαδικασία επιδιόρθωσης των ιστών. Παρότι τα επιστημονικά δεδομένα ακόμη συσσωρεύονται, σε μερικές μερικού πάχους ρήξεις η PRP μπορεί να βοηθήσει ώστε να μην χρειαστεί χειρουργείο.
Σημείωση: Η συντηρητική αντιμετώπιση δεν “κολλάει” τον σχισμένο τένοντα ξανά, αλλά στοχεύει στο να βελτιστοποιήσει τη λειτουργία του ώμου χωρίς ανοιχτή επέμβαση. Εφόσον ο πόνος ελεγχθεί και ο ασθενής με κατάλληλη ενδυνάμωση μπορέσει να κινεί ικανοποιητικά το χέρι του, μπορεί να αποφευχθεί το χειρουργείο. Ο ασθενής όμως πρέπει να παρακολουθείται – αν τα συμπτώματα επανέρχονται ή η λειτουργία είναι ανεπαρκής, τότε εξετάζεται το ενδεχόμενο επέμβασης.
Χειρουργική θεραπεία (αρθροσκοπική αποκατάσταση)
Η χειρουργική αντιμετώπιση στοχεύει στην επανένωση του σχισμένου τένοντα στη σωστή του θέση, ώστε να επανέλθει η ανατομική συνέχεια και να αποκατασταθεί η δύναμη του μυός. Σήμερα, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αποκατάσταση γίνεται με ελάχιστα επεμβατική αρθροσκοπική χειρουργική. Ο ορθοπαιδικός χειρουργός, με τη βοήθεια μιας μικροσκοπικής κάμερας (αρθροσκόπιο) που εισάγεται στην άρθρωση μέσω μικρών οπών στο δέρμα, μπορεί να εντοπίσει το σημείο της ρήξης και να συρράψει τον τραυματισμένο τένοντα πίσω στο οστό του βραχιονίου. Χρησιμοποιούνται ειδικά αγκύρια και ράμματα που στερεώνουν τον τένοντα στη θέση του μέχρι να επουλωθεί.
Πλεονεκτήματα της αρθροσκοπικής τεχνικής είναι ότι προκαλεί ελάχιστο χειρουργικό τραύμα στους γύρω ιστούς (δεν απαιτεί μεγάλες τομές ή αποκόλληση μυών), επιτρέπει τον πλήρη έλεγχο της άρθρωσης για τυχόν άλλες βλάβες και συνοδεύεται από χαμηλότερο μετεγχειρητικό πόνο και ταχύτερη αποκατάσταση σε σχέση με την παλιά ανοικτή χειρουργική. Συνήθως δεν απαιτείται νοσηλεία – ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει σπίτι του λίγες ώρες μετά το χειρουργείο την ίδια ημέρα.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αν κριθεί απαραίτητη η χειρουργική αποκατάσταση μιας ολικού πάχους ρήξης, δεν πρέπει να καθυστερεί πολύ. Η πολύμηνη αναβολή του χειρουργείου σε σοβαρές ρήξεις μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες βλάβες: ο τένοντας συρρικνώνεται και χάνει την ελαστικότητά του, ο αντίστοιχος μυς ατροφεί και αντικαθίσταται από λίπος, και τελικά η συρραφή γίνεται τεχνικά δύσκολη ή ανέφικτη. Για αυτό, σε νέους ή δραστήριους ασθενείς με πλήρη ρήξη, οι χειρουργοί συνιστούν επέμβαση εντός των πρώτων εβδομάδων ή λίγων μηνών από τον τραυματισμό.
Αποκατάσταση μετά το χειρουργείο: Μετά από αρθροσκοπική συρραφή τενόντων, ο ασθενής ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα αποθεραπείας. Το χέρι ακινητοποιείται σε ανάρτηση (φάκελος) για περίπου 4–6 εβδομάδες, ώστε να προστατευτεί ο επουλούμενος τένοντας. Κατά το διάστημα αυτό γίνονται μόνο παθητικές κινήσεις (κινητοποιεί ο φυσικοθεραπευτής ή ο ίδιος ο ασθενής το χέρι χωρίς να ενεργοποιεί τους μύες), για να μην φορτιστεί ο νέος τένοντας αλλά και να μη “παγώσει” η άρθρωση. Στον δεύτερο μήνα προστίθενται σταδιακά ενεργητικές ασκήσεις εύρους κίνησης και αργότερα ασκήσεις ενδυνάμωσης. Η πλήρης αποκατάσταση απαιτεί υπομονή και προσήλωση – συνήθως γύρω στους 4–6 μήνες έχουν αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό οι κινήσεις και η δύναμη, ενώ η τελική ανάρρωση μπορεί να συνεχίσει να βελτιώνεται έως και 12 μήνες μετά την επέμβαση. Ευτυχώς, η πλειοψηφία των ασθενών έχει σημαντική μείωση του πόνου και βελτίωση της λειτουργίας μετά το χειρουργείο. Συνολικά, οι σύγχρονες αρθροσκοπικές επεμβάσεις έχουν ποσοστά επιτυχίας της τάξης του 80–90% στην ανακούφιση από τον πόνο και τη βελτίωση της λειτουργικότητας, ανάλογα με τον τύπο της ρήξης.
Ειδικές περιπτώσεις: Εάν η ρήξη είναι μαζική και χρόνια, και κριθεί ανεπισκεύαστη (δηλ. ο τένοντας δεν μπορεί να επανενωθεί λόγω εκφύλισης/ατροφίας), τότε δεν ωφελεί η απλή συρραφή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερους ηλικιακά ασθενείς με παράλληλη αρθρίτιδα ώμου, εφαρμόζεται η ανάστροφη ολική αρθροπλαστική ώμου – μια επέμβαση αντικατάστασης της άρθρωσης του ώμου με τεχνητή πρόθεση, που “αντιστρέφει” την ανατομία, έτσι ώστε η κίνηση του ώμου να βασίζεται στον δελτοειδή μυ αντί στο στροφικό πέταλο. Αυτή η λύση προσφέρει ανακούφιση από τον πόνο και μια σταθερή λειτουργική άρθρωση όταν οι τένοντες δεν υπάρχουν πια λειτουργικά. Φυσικά, πρόκειται για πιο μεγάλη επέμβαση με διαφορετικές ενδείξεις από την τυπική συρραφή.
Σύγκριση συντηρητικής και χειρουργικής θεραπείας
Σε γενικές γραμμές, η συντηρητική και η χειρουργική αντιμετώπιση δεν είναι ανταγωνιστικές αλλά συμπληρωματικές επιλογές – η καθεμία έχει τις ενδείξεις της. Παρακάτω συνοψίζονται οι διαφορές τους ως προς τις ενδείξεις, τη χρονική διάρκεια της θεραπείας και την αποκατάσταση:
Κριτήριο | Συντηρητική Θεραπεία | Χειρουργική Θεραπεία |
---|---|---|
Ενδείξεις | Μικρές ή μερικές ρήξεις, χρόνιες εκφυλιστικές ρήξεις με ανεκτά συμπτώματα. Ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας ή με χαμηλές λειτουργικές απαιτήσεις. Πρώτη επιλογή όταν ο πόνος είναι ανεκτός και η δύναμη επαρκής για βασικές δραστηριότητες. |
Ολικές/μεγάλες ρήξεις που προκαλούν σημαντική αδυναμία ή πόνο. Οξείες τραυματικές ρήξεις σε νέους ή αθλητές. Αποτυχία συντηρητικής αγωγής (επίμονος πόνος/δυσλειτουργία παρά τη θεραπεία). |
Διάρκεια | Συντηρητική αγωγή επί τουλάχιστον 2-3 μήνες για αξιολόγηση αποτελέσματος. Ασκήσεις ενδυνάμωσης μπορεί να χρειαστεί να συνεχιστούν μακροχρόνια για διατήρηση του αποτελέσματος. |
Η επέμβαση διαρκεί ~1-2 ώρες (αρθροσκοπικά), με αυθημερόν εξιτήριο. Ακολουθεί όμως αποκατάσταση αρκετών μηνών (4-6+ μήνες φυσικοθεραπείας). |
Αποκατάσταση | Αποφεύγονται οι κίνδυνοι χειρουργείου (λοιμώξεις, αναισθησία κ.λπ.). Σταδιακή βελτίωση πόνου και λειτουργίας ~σε λίγες εβδομάδες, αν πετύχει η αγωγή. Ωστόσο, η δύναμη μπορεί να μην επανέλθει πλήρως αν ο τένοντας παραμένει κομμένος. Κίνδυνος επιδείνωσης ρήξης αν ο ασθενής δεν προσέχει. |
Άμεση αποκατάσταση της ανατομικής συνέχειας του τένοντα – δυνατότητα για πλήρη αποκατάσταση δύναμης. Απαιτείται όμως αυστηρό πρόγραμμα φυσικοθεραπείας και χρήση ανάρτησης τις πρώτες εβδομάδες. Πόνος: σημαντική βελτίωση μόλις τις πρώτες εβδομάδες μετά το χειρουργείο, με περαιτέρω βελτίωση σε μήνες. Υψηλά ποσοστά επιτυχίας (ανακούφιση πόνου και λειτουργίας στο 80-90% των περιπτώσεων) ειδικά σε έγκαιρες επεμβάσεις. |
Συμπερασματικά: Η συντηρητική θεραπεία ενδείκνυται όταν τα συμπτώματα δεν είναι εξουθενωτικά και πιστεύουμε ότι ο οργανισμός μπορεί να αντισταθμίσει τη βλάβη, ενώ η χειρουργική δίνει λύση οριστικάενώνοντας ξανά τον τένοντα, αλλά απαιτεί την προσπάθεια της αποκατάστασης μετά. Πολλοί ασθενείς, ιδίως μεγαλύτερης ηλικίας, καταφέρνουν να ζουν καλά χωρίς χειρουργείο ακολουθώντας ένα σωστό πρόγραμμα ενδυνάμωσης και τροποποιώντας τις δραστηριότητές τους. Από την άλλη, σε νέους ή ενεργούς ανθρώπους, η επιστροφή στην πλήρη δραστηριότητα συχνά απαιτεί τη χειρουργική αποκατάσταση του τένοντα.
Πρόληψη και συμβουλές αποκατάστασης
Πρόληψη της ρήξης τένοντα ώμου: Παρότι δεν μπορούν να προληφθούν όλες οι ρήξεις (ιδιαίτερα οι εκφυλιστικές που σχετίζονται με την ηλικία), υπάρχουν μέτρα για να μειώσουμε τον κίνδυνο τραυματισμού των τενόντων του ώμου:
-
Τακτική ενδυνάμωση των ώμων – Εντάξτε ένα πρόγραμμα ενδυνάμωσης των μυών του ώμου και της ωμοπλάτης στη ρουτίνα σας, ειδικά αν αθλείστε ή η εργασία σας επιβαρύνει τους ώμους. Ισχυροί μύες σταθεροποιούν καλύτερα την άρθρωση και προλαμβάνουν τραυματισμούς από απότομες κινήσεις.
-
Προθέρμανση και διατάσεις πριν τη δραστηριότητα – Πριν από άθληση ή βαριά χειρωνακτική εργασία, κάνετε πάντα ζέσταμα των ώμων με ελαφρές ασκήσεις και διατάσεις. Η καλή ευλυγισία και η προετοιμασία των μυών μειώνει τον κίνδυνο τραυματισμού.
-
Σωστή τεχνική και εργονομία – Μάθετε και εφαρμόζετε τη σωστή τεχνική σε αθλήματα (π.χ. στο σερβίς του τένις ή στις ρίψεις) και χρησιμοποιείτε εργονομικές μεθόδους στην εργασία (π.χ. σκάλα αντί για υπερβολική έκταση των χεριών). Η λανθασμένη τεχνική επιβαρύνει υπέρμετρα τους τένοντες.
-
Σταδιακή αύξηση έντασης – Αν ξεκινάτε ένα νέο πρόγραμμα άσκησης ή μια βαριά σωματική εργασία, αυξήστε προοδευτικά την ένταση και τη διάρκεια. Δώστε χρόνο στους ώμους σας να προσαρμοστούν και να δυναμώσουν. Οι απότομες αλλαγές φορτίου είναι συνταγή τραυματισμού.
-
Ανάπαυση και αποφυγή υπερβολικής κόπωσης – Να κάνετε τακτικά διαλείμματα κατά τη διάρκεια παρατεταμένων δραστηριοτήτων. Μην αγνοείτε τον ήπιο πόνο στον ώμο – είναι τρόπος του σώματος να σας πει να ξεκουραστείτε. Η επαρκής ξεκούραση και η αποθεραπεία μετά από κόπωση βοηθούν στην πρόληψη τραυματισμών από υπερβολική χρήση.
-
Γενική φροντίδα υγείας των τενόντων – Διατηρήστε καλή φυσική κατάσταση και υγιές σωματικό βάρος ώστε να μην καταπονούνται οι αρθρώσεις. Αποφύγετε το κάπνισμα και υιοθετήστε μια διατροφή πλούσια σε θρεπτικά συστατικά (πρωτεΐνες, βιταμίνη C, κολλαγόνο) που υποστηρίζουν την υγεία των συνδετικών ιστών. Ένας υγιής τένοντας αντέχει περισσότερο πριν υποστεί φθορά.
Συμβουλές αποκατάστασης μετά από ρήξη τένοντα ώμου: Εάν έχετε υποστεί ρήξη τένοντα και βρίσκεστε σε φάση θεραπείας (συντηρητικής ή μετεγχειρητικής), οι ακόλουθες συμβουλές θα βοηθήσουν στην ασφαλή ανάρρωση:
-
Ακολουθήστε πιστά το πρόγραμμα φυσικοθεραπείας – είτε κάνετε συντηρητική αγωγή είτε μετεγχειρητική αποκατάσταση, οι ασκήσεις που σας δίνονται είναι κρίσιμες για να επανακτήσετε τη λειτουργία. Συνεργαστείτε στενά με τον φυσικοθεραπευτή, κάντε καθημερινά τις ασκήσεις που σας συστήνει στο σπίτι και μην τις διακόπτετε πρόωρα.
-
Προστασία του ώμου στην αρχή – Αν έχετε κάνει χειρουργείο, τηρήστε σχολαστικά τις οδηγίες για χρήση του φάκελου ακινητοποίησης και μην επιχειρείτε κινήσεις που δεν επιτρέπονται στο στάδιο που βρίσκεστε. Αν ακολουθείτε συντηρητική αγωγή, αποφύγετε δραστηριότητες που προκαλούν πόνο – δώστε χρόνο στον τένοντα να ηρεμήσει.
-
Βαθμιαία επανένταξη σε δραστηριότητες – Μην επιστρέψετε απότομα σε έντονη δραστηριότητα ή άθληση αμέσως μόλις νιώσετε λίγο καλύτερα. Ακολουθήστε το χρονοδιάγραμμα του γιατρού. Συνήθως η πλήρης επανένταξη σε αθλητικές δραστηριότητες επιτρέπεται μετά από αρκετούς μήνες. Η πρόωρη καταπόνηση μπορεί να αναστρέψει την πρόοδο ή και να προκαλέσει νέα ρήξη.
-
Έλεγχος πόνου με ασφάλεια – Χρησιμοποιείτε τα παυσίπονα όπως έχουν συνταγογραφηθεί ώστε να μπορείτε να κάνετε τις ασκήσεις σας άνετα, αλλά προσπαθήστε να μειώνετε τα ισχυρά παυσίπονα σταδιακά όταν ο πόνος το επιτρέπει. Ο πάγος παραμένει φίλος σας και στην αποκατάσταση – μετά τη φυσικοθεραπεία εφαρμόστε πάγο για να περιορίσετε τυχόν φλεγμονή.
-
Επικοινωνία με τον γιατρό – Αναφέρετε οποιοδήποτε ανησυχητικό σύμπτωμα. Αν σε συντηρητική αγωγή ο πόνος/αδυναμία δεν βελτιώνεται μετά από 6-12 εβδομάδες, ενημερώστε τον ορθοπαιδικό – ίσως χρειάζεται επανεκτίμηση ή πιο επιθετική θεραπεία. Μετά από χειρουργείο, αν δείτε σημεία φλεγμονής (ερυθρότητα, πρήξιμο, πυρετός) ή ξαφνική επιδείνωση, ενημερώστε αμέσως τον χειρουργό σας.
Η ρήξη τένοντα ώμου είναι μια πρόκληση, αλλά με τη σωστή ενημέρωση και διαχείριση πολλοί ασθενείς επανέρχονται σε πλήρεις δραστηριότητες χωρίς πόνο. Είτε επιλεγεί η οδός της φυσικοθεραπείας είτε του χειρουργείου – καλύτερος ορθοπαιδικός, καλύτεροι ορθοπαιδικοί, κορυφαίοι ορθοπαιδικοί, η συνεργασία του ασθενούς με την ιατρική ομάδα και η τήρηση των οδηγιών είναι το κλειδί για την επιτυχή αποκατάσταση. Με υπομονή, επιμονή στις ασκήσεις και τις οδηγίες, καθώς και με πρόληψη μελλοντικών επιβαρύνσεων, μπορείτε να ξανακερδίσετε έναν υγιή και δυνατό ώμο.