Έρπης στον πρωκτό (Πρωκτικός έρπης)
Categories
Γενική Χειρουργική Υγεία

Έρπης στον πρωκτό (Πρωκτικός έρπης)

Ο πρωκτικός έρπης είναι ένα είδος γεννητικής λοίμωξης από τον ιό του απλού έρπητα (HSV) που προκαλεί επώδυνες φουσκάλες και πληγές γύρω από τον πρωκτό. Η λοίμωξη αυτή ανήκει στις σεξουαλικά μεταδιδόμενες νόσους (ΣΜΝ) και μπορεί να είναι πολύ συχνή στις ηλικίες σεξουαλικής δραστηριότητας. Δύο τύποι του ιού HSV προκαλούν τον γεννητικό/πρωκτικό έρπητα: ο HSV-1 (συνήθως “στοματικός” ιός του έρπητα που μπορεί να μεταφερθεί στην περιοχή των γεννητικών οργάνων μέσω στοματικού σεξ) και ο HSV-2 (συνηθέστερη αιτία γεννητικής λοίμωξης). Δεν υπάρχει ίαση για τον ιό – επιμένει σε λανθάνουσα μορφή – αλλά οι εξάρσεις του είναι αντιμετωπίσιμες με κατάλληλη αγωγή.

Πώς μεταδίδεται

Ο ιός HSV μεταδίδεται κυρίως με σεξουαλική επαφή. Συγκεκριμένα, ο πρωκτικός έρπης μεταδίδεται όταν έλκη ή εκκρίματα από φορέα του ιού έρθουν σε επαφή με τον πρωκτό ενός ατόμου. Παραδείγματα μετάδοσης περιλαμβάνουν πρωκτική συνουσία με μολυσμένο σύντροφο και γενικά οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή (κολπική, πρωκτική ή στοματική) στην οποία οι πρωκτικοί ιστοί εκτίθενται στον ιό. Ο ιός μπορεί να περάσει ακόμα και όταν ο σύντροφος δεν έχει ορατή πληγή (υποκλινική έκκριση). Σεξουαλική πρακτική όπως στοματικό-πρωκτικό sex με φορέα του ιού μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μόλυνση.

  • Δεν υπάρχει μετάδοση μέσω κοινών αντικειμένων ή περιβαλλοντικών επιφανειών – ο ιός δεν μεταδίδεται από τουαλέτες, πετσέτες, σεντόνια ή πισίνες.

  • Το HSV δεν περνά με καθημερινή επαφή ή τρίψιμο εκτός σεξουαλικής επαφής. Η βασική οδός είναι η επαφή δέρματος-με-δέρμα και δέρματος-εκκρίματος κατά τη διάρκεια σεξουαλικής επαφής.

Η σωστή χρήση προφυλακτικών μειώνει σημαντικά τη μετάδοση, αλλά δεν παρέχει απόλυτη προστασία καθώς τα εξάνθημα μπορεί να εμφανιστεί και σε περιοχές εκτός των προστατευμένων τμημάτων. Επίσης, η αποχή από σεξουαλική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια ενεργών συμπτωμάτων είναι απαραίτητη για αποφυγή μετάδοσης.

Συμπτώματα και φάσεις λοίμωξης

Τα συμπτώματα του πρωκτικού έρπητα ποικίλλουν ανάλογα με το στάδιο της λοίμωξης. Συχνά, πολλοί ασθενείς έχουν ήπια ή καθόλου συμπτώματα και μπορεί να μην αντιληφθούν ότι μολύνθηκαν. Όταν υπάρχουν συμπτώματα, η πρωτογενής έξαρση τυπικά εμφανίζει:

  • Ανώδυνες φουσκάλες (κυστίδια) ή επώδυνες πληγές στην περιοχή γύρω από τον πρωκτό (και συχνά στους γύρω ιστούς των γεννητικών οργάνων). Οι φουσκάλες σπάνε και αφήνουν επώδυνες εσχάρες ή έλκη.

  • Πόνος ή κάψιμο κατά την αφόδευση ή την ούρηση, εάν τα εσχάρες ενέχονται στον πρωκτό ή ουρήθρα.

  • Συστηματικά συμπτώματα: Πυρετός, έντονοι πονοκέφαλοι, μυαλγίες και διογκωμένοι λεμφαδένες στη βουβωνική περιοχή. Αυτά είναι πιο έντονα την πρώτη φορά που εμφανίζεται ο ιός.

Μετά την αρχική λοίμωξη ο ιός παραμένει λανθάνων σε νευρικά κύτταρα της περιοχής. Μετέπειτα υποτροπές μπορεί να συμβούν αργότερα, αλλά τείνουν να είναι ηπιότερες και βραχύτερης διάρκειας. Συχνά προηγούνται προειδοποιητικά συμπτώματα λίγες ώρες έως μία-δύο ημέρες πριν τις νέες βλάβες, όπως φαγούρα, τσούξιμο ή μούδιασμα περιπρωκτικά. Κατόπιν εμφανίζονται ξανά τα τυπικά έλκη ή φουσκάλες, που συνήθως διαρκούν ~1–2 εβδομάδες πριν επουλωθούν. Κάθε νέα έξαρση είναι κατά κανόνα πιο σύντομη και λιγότερο σοβαρή από την πρώτη.

Ακολουθεί συγκριτικός πίνακας των κύριων χαρακτηριστικών της πρωτογενούς έναντι των υποτροπιαζουσών εξάρσεων:

Κριτήριο Πρωτογενής έξαρση Υποτροπιαζουσα έξαρση
Τύπος HSV Μπορεί να οφείλεται είτε σε HSV-1 είτε σε HSV-2. Συχνότερα HSV-2 (είναι πιο συνηθισμένος σε επαναλαμβανόμενες γεννητικές λοιμώξεις).
Συμπτώματα Πιο έντονα: πολλά επώδυνα έλκη/φουσκάλες, συστηματικά (πυρετός, πόνοι, διογκ. λεμφαδένες). Συνήθως ηπιότερα: λίγα έλκη, προειδοποιητικά συμπτώματα (φαγούρα/τσούξιμο) πριν την έξαρση.
Διάρκεια Μακρύτερη (συνήθως 2–4 εβδομάδες) και πιο επώδυνη. Συνήθως 1–2 εβδομάδες και ηπιότερη από την αρχική έξαρση.
Θεραπεία Αντιιικά για 7–10 ημέρες (π.χ. ακυκλοβίρη, βαλακυκλοβίρη). Αυξημένη δόση ή μακρύτερη πορεία εάν χρειάζεται. Επεισοδιακά 5–7 ημέρες με τα ίδια αντιιικά ή χαμηλότερης δόσης. Εάν υποτροπές είναι συχνές: κατασταλτική θεραπεία (συνεχής καθημερινή δόση).
Επιπλοκές Πιο έντονη συστηματική συμπτωματολογία. Υψηλότερος κίνδυνος μετάδοσης σε συντρόφους. Συνήθως λιγότερες συστηματικές επιπλοκές, αλλά διατηρείται ο κίνδυνος ψυχολογικού άγχους και μετάδοσης.

Ειδικές περιπτώσεις: ανοσοκατεσταλμένα άτομα, φορείς HIV

Ο πρωκτικός έρπης μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρός σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα (π.χ. σε χρόνια κορτιζονοθεραπεία, μεταμοσχευμένους ή σοβαρά αυτοάνοσα, κ.ά.). Σε αυτούς τους ασθενείς οι εξάρσεις είναι συχνότερες, μεγαλύτερης διάρκειας και πιο πιθανές να εξαπλωθούν πέραν των επιφανειακών βλαβών. Σε σπάνιες περιπτώσεις, ειδικά σε πολύ υποτονικό ανοσοποιητικό, ο HSV-2 μπορεί να προκαλέσει διασκορπισμένη ή νευρολογική νόσηση (ενδοκρανιακή λοίμωξη).

Σε φορείς HIV, το πρόβλημα επιδεινώνεται. Ο πρωκτικός έρπης δημιουργεί πληγές που διευκολύνουν τη μετάδοση του HIV, ενώ αντίθετα το HIV προκαλεί βαρύτερη πορεία του έρπητα. Μελέτες δείχνουν ότι οι ασθενείς με HIV συχνά παρουσιάζουν πιο έντονα συμπτώματα πρωκτίτιδας από HSV. Γενικά, ο συνδυασμός HSV-2 και HIV αυξάνει τον κίνδυνο μεταδοτικότητας και εξάπλωσης και των δύο ιών. Σε ασθενείς με πρωκτικές ή γεννητικές πληγές συστήνεται ελέγχος για HIV, σύφιλη, χλαμύδια και άλλες ΣΜΝ.

Επιπλοκές

Οι κυριότερες επιπλοκές του πρωκτικού έρπητα σχετίζονται με τη φλεγμονή και τη μετάδοση:

  • Πρωκτίτιδα και πρωκτοκολίτιδα: Ο HSV-2 είναι συχνά υπεύθυνος για πρωκτίτιδα σε άτομα με ενεργή αναπαραγωγική δραστηριότητα. Η φλεγμονή μπορεί να προκαλέσει έντονο πόνο, κατακράτηση κόπρανων, αιμορραγία ή διάρροια.

  • Νευρολογικές επιπλοκές: Σπάνια, ο HSV-2 μπορεί να προκαλέσει μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, ειδικά σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα. Πολύ σπάνια, ο HSV-1 (όταν μολύνει πρωκτικά) μπορεί επίσης να οδηγήσει σε εγκεφαλικές λοιμώξεις.

  • Κιρσοί των περιθ. ιστών: Επαναλαμβανόμενες βλάβες και ουλές μπορεί να δημιουργήσουν ουλώδη ιστό ή στένωση στον πρωκτό, προκαλώντας συμπτώματα χρόνιας δυσκοιλιότητας.

  • Σύνδρομο επώδυνου πρωκτού: Αν και δεν προκαλείται άμεσα από τον ιό, οι επαναλαμβανόμενοι πόνοι και ερεθισμός μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνιο πόνο ή σπασμό του σφιγκτήρα.

  • Ψυχολογικό βάρος: Η διάγνωση πρωκτικού έρπητα συνοδεύεται συχνά από άγχος, ντροπή και αίσθημα στιγματισμού. Ο φόβος της μεταδοτικότητας και οι κοινωνικές προκαταλήψεις μπορούν να μειώσουν την ποιότητα ζωής. Για το λόγο αυτό, η ψυχολογική υποστήριξη και η διαχείριση του στίγματος (μέσω συμβουλευτικής και ανοικτής επικοινωνίας με συντρόφους) θεωρούνται αναγκαίες.

Διάγνωση

Η διάγνωση του πρωκτικού έρπητα συνήθως βασίζεται σε συνδυασμό κλινικής εκτίμησης και εργαστηριακών εξετάσεων:

  • Κλινική εξέταση: Ο ιατρός ελέγχει την περιοχή του πρωκτού για έλκη, φουσκάλες ή ερυθρότητα. Μπορεί να γίνει ψηλάφηση των βουβωνικών λεμφαδένων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανασκόπηση με πρωκτοσκόπιο.

  • Μοριακές δοκιμές (PCR/NAAT): Η μέθοδος επιλογής είναι η PCR ή ισοδύναμη ανοσοβιολογική δοκιμή σε δείγμα ιστού ή επιχρίσματος από έλκος. Η ευαισθησία PCR είναι υψηλή και επιτρέπει ταυτοποίηση του HSV-1 ή HSV-2.

  • Καλλιέργεια ιού: Όπου είναι διαθέσιμη, λαμβάνεται δείγμα από το έλκος για κυτταροκαλλιέργεια. Παρότι λιγότερο ευαίσθητη από την PCR, επιβεβαιώνει ενεργό λοίμωξη όταν ανιχνευθεί ο ιός.

  • Ορολογικές εξετάσεις: Ειδικές δοκιμές αίματος μπορούν να ανιχνεύσουν αντισώματα έναντι HSV-1 και HSV-2 (τύπου-ειδικές αντιγλυκοπρωτεΐνες). Αυτές βοηθούν στη διάκριση του τύπου του ιού και στην εκτίμηση παλαιότερης έκθεσης όταν δεν υπάρχουν ενεργά έλκη.

  • Έλεγχος άλλων ΣΜΝ: Σύμφωνα με τις οδηγίες των CDC, σε οποιονδήποτε με πρωκτικές βλάβες πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα έλεγχος για HIV, σύφιλη, χλαμύδια και γονόκοκκο. Για παράδειγμα, σκοτεινή επιτόνωση (darkfield) ή ορολογική εξέταση για σύφιλη θα πρέπει να διενεργούνται παράλληλα, καθώς σύφιλη και έρπης είναι οι πιο συχνές αιτίες γεννητικών-πρωκτικών ελκών.

Θεραπευτικές επιλογές

Αν και δεν υπάρχει πλήρης ίαση, ο πρωκτικός έρπης ανταποκρίνεται καλά σε αντι-ιικές θεραπείες και συμπτωματική διαχείριση. Βασικά μέτρα:

  • Συστηματικά αντιιικά φάρμακα: Η πρώτη γραμμή αποτελείται από την ακυκλοβίρη, τη βαλακυκλοβίρη και τη φαμκικλοβίρη. Αυτά τα φάρμακα καταστέλλουν την πολλαπλασιαστική δραστηριότητα του ιού και επιταχύνουν την επούλωση των πληγών. Συνιστάται συνήθως 7–10ήμερη αγωγή για την πρωτογενή έξαρση. Η βαλακυκλοβίρη έχει καλύτερη απορρόφηση από το στόμα και μπορεί να λαμβάνεται με μικρότερο φόρτο δόσεων.

  • Επεισοδιακή αγωγή στις υποτροπές: Σε υποτροπές μπορεί να χορηγηθούν οι ίδιες ουσίες για μικρότερο διάστημα (π.χ. 5–7 ημέρες). Όλοι οι παραπάνω παράγοντες είναι ισοδύναμα αποτελεσματικοί στην ανακούφιση των συμπτωμάτων.

  • Κατασταλτική (προληπτική) θεραπεία: Εάν οι υποτροπές είναι συχνές ή σοβαρές, ο ιατρός μπορεί να προτείνει καθημερινή λήψη χαμηλής δόσης αντιιικών (π.χ. βαλακυκλοβίρη 500 mg/ημέρα) με σκοπό την πρόληψη των νέων εξάρσεων. Η κατασταλτική θεραπεία αποδεδειγμένα μειώνει τον αριθμό των εξάρσεων και τον κίνδυνο μετάδοσης σε σεξουαλικό σύντροφο.

  • Συμπτωματική ανακούφιση: Για την ανακούφιση από τον πόνο και την φλεγμονή συνιστώνται τακτικά θερμά λουτρά Sitz (για 10–20 λεπτά) χωρίς σαπούνι, χρήση αναλγητικών (φαρμακευτικά ή μη) και τοπικών αναισθητικών αλοιφών (όπως λιδοκαΐνη) στις πληγές. Φοράτε χαλαρά εσώρουχα και αποφεύγετε ερεθιστικές ουσίες για να βοηθήσετε την επούλωση.

  • Σοβαρές περιπτώσεις: Σε πολύ βαριά ή διασκορπισμένη λοίμωξη (ειδικά σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα) μπορεί να χρειαστεί ενδοφλέβια (IV) χορήγηση αcyclovir. Ο ιατρός θα επεκτείνει τη θεραπεία μέχρι τα συμπτώματα να υποχωρήσουν επαρκώς.

Σε όλες τις περιπτώσεις, είναι σημαντικό να τηρούνται οι οδηγίες του γιατρού και να ολοκληρώνεται η συνταγογραφούμενη αγωγή. Τα φάρμακα δεν απομακρύνουν πλήρως τον ιό από τον οργανισμό – αυτός παραμένει λανθάνων και μπορεί να επανενεργοποιηθεί αργότερα. Ωστόσο, μειώνουν σημαντικά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των εξάρσεων.

Σεξουαλικές οδηγίες κατά την έξαρση και πρόληψη μετάδοσης

Κατά τη διάρκεια ενεργών συμπτωμάτων αποχή από σεξουαλική δραστηριότητα είναι απαραίτητη. Οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή (κολπική, πρωκτική ή στοματική) με σύφιλο ή χωρίς προφυλακτικό πρέπει να αποφεύγεται μέχρι πλήρους ίασης των πληγών. Επιπλέον:

  • Χρήση προφυλακτικών: Η σωστή και συνεχής χρήση προφυλακτικού (λατέξ ή πολυουρεθάνης) σε κάθε σεξουαλική πράξη μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μετάδοσης. Ωστόσο, ακόμα και με προφυλακτικό υπάρχει μικρός κίνδυνος, καθώς ο έρπης μπορεί να εκδηλωθεί σε περιοχές που δεν καλύπτονται (π.χ. περίνεο).

  • Ενημέρωση συντρόφων: Είναι κρίσιμο να ενημερωθούν οι σεξουαλικοί σύντροφοι για το ιστορικό έρπητα προκειμένου να κάνουν τεστ και να λάβουν μέτρα προφύλαξης. Η ειλικρινής συζήτηση βελτιώνει την πρόληψη και μειώνει το στίγμα.

  • Προφυλακτική φαρμακευτική αγωγή: Όταν ο ένας σύντροφος είναι φορέας HSV-2, τακτική χορήγηση βαλακυκλοβίρης 500 mg/ημέρα στον ασθενή έχει δείξει μείωση της μετάδοσης σε HIV-αρνητικούς συντρόφου. Σε οροζευγάρια με ιστορικό HSV-2, η κατασταλτική θεραπεία είναι επιλογή για τον έλεγχο μετάδοσης.

  • Αποφυγή κοινών σεξουαλικών βοηθημάτων: Πάντα πλένετε ή καλύπτετε με προφυλακτικό οποιαδήποτε σεξουαλικά βοηθήματα μετά από κάθε χρήση, για να μην μεταδώσετε τον ιό.

  • Μέτρα γενικού ελέγχου: Όπως σε κάθε ΣΜΝ, η διατήρηση μονογαμικής σχέσης με ελεγχόμενους συντρόφους (εκτός αν γίνονται συχνά τεστ) και ο τακτικός ιατρικός έλεγχος (π.χ. τεστ για άλλες ΣΜΝ) συνιστώνται για τον περιορισμό της εξάπλωσης.

Σχέση με άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα

Ο πρωκτικός έρπης συνυπάρχει ή επιφέρει αυξημένο κίνδυνο κι άλλων ΣΜΝ:

  • HIV: Όπως αναφέρθηκε, οι βλάβες από HSV επιτρέπουν ευκολότερη είσοδο του HIV στο σώμα. Επιπλέον, άτομα με ταυτόχρονη λοίμωξη HIV–HSV-2 είναι πιο πιθανό να μεταδώσουν το HIV σε άλλους. Λόγω αυτού, σε ασθενείς με πρωκτικό έρπη συνιστάται να γίνεται τακτικός έλεγχος για HIV και το αντίστροφο.

  • HPV (ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων): Δεν υπάρχει άμεση αιτιολογική σύνδεση μεταξύ HSV και HPV, αλλά και οι δύο μεταδίδονται παρόμοια. Στις περιοχές με υψηλό επιπολασμό HSV-2, οι παρεμβάσεις που μειώνουν τις λοιμώξεις (π.χ. περιτομή στους άνδρες) ελαττώνουν και τον κίνδυνο λοίμωξης και από HSV-2 και από HPV. Οι προφυλάξεις (προφυλακτικά, αποχή σε έξαρση) μειώνουν τον κίνδυνο και των δύο αυτών ΣΜΝ.

  • Σύφιλη: Η σύφιλη είναι η άλλη πολύ κοινή αιτία γεννητικών/πρωκτικών ελκών. Σύμφωνα με τα CDC, η πλειονότητα των νεαρών ασθενών με πρωκτικά ή περιπρωκτικά έλκη πάσχει είτε από έρπητα είτε από σύφιλη. Επομένως, σε κάθε ύποπτη βλάβη πρέπει να ελέγχονται αμφότερα. Ο ιός του έρπητα συχνά μιμείται ή συνυπάρχει με σύφιλη στις ίδιες περιοχές.

  • Άλλες ΣΜΝ: Άτομα με έρπη έχουν γενικώς αυξημένη πιθανότητα άλλων ΣΜΝ (χλαμύδια, γονόκοκκος κ.ά.), επειδή συχνά έχουν κοινούς παράγοντες κινδύνου. Γι’ αυτό η πλήρης σεξουαλική αξιολόγηση είναι απαραίτητη.

Ψυχολογική στήριξη και αντιμετώπιση στίγματος

Η διάγνωση πρωκτικού (ή γεννητικού) έρπητα μπορεί να επιφέρει συναισθηματικά προβλήματα όπως άγχος, ντροπή, μείωση αυτοπεποίθησης και φόβο για απόρριψη. Είναι σημαντικό ο ασθενής να γνωρίζει ότι δεν είναι «κατώτερος» ή «ακάθαρτος»· πρόκειται για συχνό πρόβλημα υγείας, όπως κάθε άλλα ΣΜΝ. Η αναζήτηση ψυχολογικής υποστήριξης (ψυχοθεραπευτή, ομάδας υποστήριξης) και η ανοιχτή επικοινωνία με συντρόφους και παρόχους υγείας βοηθούν σημαντικά.

Όπως σημειώνει ο Cleveland Clinic, «μια διάγνωση ΣΜΝ δεν σημαίνει ότι η σεξουαλική ζωή σας τελείωσε ή ότι δεν αξίζετε αγάπη – απλώς απαιτεί κάποια επιπλέον προσοχή». Έναρξη ειλικρινούς συζήτησης με τον γιατρό («γιατί κινούνται τα αισθήματα αυτά στον πρωκτό μου;») και με τον σύντροφο είναι το πρώτο βήμα για την ψυχική ανάκαμψη και τη διατήρηση υγιών σχέσεων – καλύτερος γενικός χειρουργόςκαλύτεροι γενικοί χειρουργοίκορυφαίοι γενικοί χειρουργοί στην Anydoctor.gr καλύτερος πρωκτολογοςκαλύτεροι πρωκτολόγοι

Description of Image

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Σολωμού 4 Αγία Παρασκευή 153 41
Τηλ: 210 60 82 271
Fax: 210 60 82 271
Email: info@i-ygeia.gr

Follow us on

Facebook Instagram